- ώριμος
- -η, -ο / ὥριμος, -ίμη, -ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, -η, -ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α(για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωσηνεοελλ.1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην πλήρη ακμή τής ηλικίας του, ενήλικοςii) αυτός που έχει αποκτήσει την ικανότητα να κρίνει και να αποφασίζει με σοβαρότητα και υπευθυνότηταβ) (για αποστήματα) αυτός που είναι έτοιμος να σπάσει και να αποβάλει το πύον που εμπεριέχει2. φρ. α) «ώριμη ηλικία» — η ηλικία τού ώριμου ατόμουβ) «ώριμη σκέψη»μτφ. σκέψη που έχει προκύψει έπειτα από σοβαρή μελέτημσν.(για τον καιρό) ο κατάλληλος για να γίνει κάτι («καιρὸς ὡριμώτατος εἰς τὸ διακαθάραι τὰ δένδρα», Γεωπ.)αρχ.1. (για ψάρι) αυτός τον οποίο ψαρεύουν την κατάλληλη εποχή2. το θηλ. ὡρίμαγυναίκα σε ηλικία γάμου3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὥριμονμτφ. άνθος ηλικίας, ακμή.επίρρ...ώριμα και λόγιος τ. ωρίμως Ν1. σε κατάσταση ωριμότητας2. μτφ. με ωριμότητα, σύνεση και σοβαρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + κατάλ. -ιμος* (πρβλ. βάσ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.